- χειροβομβίδα
- grenade
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
χειροβομβίδα — η, Ν στρ. βομβίδα εκρηκτικής ή χημικής γομώσεως, τής οποίας η ρίψη μπορεί να γίνει σε μικρή απόσταση με το χέρι ή με τυφέκιο (α. «επιθετική χειροβομβίδα» β. «αμυντική χειροβομβίδα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + βόμβα + κατάλ. ίδα (πρβλ. φωτοβολ… … Dictionary of Greek
χειροβομβίδα — η βομβίδα που πετιέται με τα χέρια: Ανατίναξαν το σπίτι με χειροβομβίδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται … Dictionary of Greek
βομβίδα — η μικρή βόμβα που ρίχνεται με το χέρι (χειροβομβίδα) ή με όπλο (οπλοβομβίδα) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)